6 Νοεμβρίου 2011

Κριτική για το άλμπουμ “Lulu”, των Lou Reed και Metallica


Ο Γιάννης Καραμπάτσος βρίσκει μια ενδιαφέρουσα οπτική στον ίσως πιο αμφιλεγόμενο δίσκο της χρονιάς.

 Όσο και αν o James Hetfield προσπάθησε έστω και επικοινωνιακά να μας πείσει ότι αυτό το άλμπουμ δεν είναι γέννημα θρέμμα Metallica, απλά το αποτέλεσμα μιας φιλικής συνεργασίας, με το που άκουσα το άλμπουμ δυστυχώς επαληθεύτηκε η γερή δόση σκεπτικισμού που είχα για το όλο αποτέλεσμα. Τελικά οι αμφιβολίες που είχαν πολλοί (και με το δίκαιο τους), αποδείχτηκε πως δεν ήταν τυχαίες. Οφείλω να παραδεχτώ πάντως αν και φαν του συγκροτήματος από πολύ μικρή ηλικία, δεν παύω να είμαι αντικειμενικός ειδικά όσον αφορά κριτικές δίσκων. Ακουστικά, είναι οι χειρότεροι Metallica καθώς και Lou Reed από το ξεκίνημά τους μέχρι τώρα. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό ισχύει και για τους δύο. Γιατί αναμφισβήτητα και οι Metallica και ο Lou Reed έχουν αφήσει πίσω τους τεράστιο μουσικό έργο και αυτό είναι κάτι που αν μη τι άλλο, πρέπει να παραδεχτούμε.

Στο ψητό λοιπόν. Σας το λέω από τώρα πάντως πως η σύντομη κριτική και το τυπικό «πέρασμα» στα τραγούδια του δίσκου αντικατοπτρίζουν και την διάθεσή μου αυτή τη στιγμή.

Brandenburg Gate και διαφαίνεται από την αρχή του τραγουδιού τι σε περιμένει στη συνέχεια. Ο ποιητικός Lou Reed ξεκινάει με τον εξής στίχο: “I would cut my legs and tits off”. Στη συνέχεια επικαλείται και 3-4 ονόματα γνωστών Γερμανών και Αμερικανών ηθοποιών δεκαετίας του ’30 και μας αφηγείται την δική του ιστορία για την πύλη του Βραδεμβούργου. Κάπου «πετιέται» και ο James Hetfield επαναλαμβάνοντας τη φράση “small town girl” καθώς ο Reed συνεχίζει την αφήγησή του. Μουσικά τίποτα το ιδιαίτερο.
Το The View ήταν και το πρώτο κομμάτι που ακούσαμε σε stream από το διαδίκτυο τέλη Σεπτεμβρίου. Μας είχε αφήσει από τότε γλυκανάλατες εντυπώσεις. Φανταστείτε ότι προσωπικά το θεωρώ το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του άλμπουμ τόσο ορχηστρικά όσο και τραγουδιστικά.
To Pumping Blood ξεκινάει δυνατά και σε προδιαθέτει για κάτι καλό στη συνέχεια. Δυστυχώς μόνο η μουσική ψιλομετράει και αυτό γιατί ο Lou Reed συνεχίζει την ποίησή του με πολύ μονότονο ρυθμό. Στα τελευταία λεπτά φορτώνει λίγο αλλά ως εκεί.
Το Mistress Dead πρόκειται για ένα πολύ γρήγορο κομμάτι ορχηστρικά αλλά δεν σου κάνει καμία εντύπωση ούτε αυτό γιατί επαναλαμβάνεται η ίδια μουσική για εφτά ολόκληρα λεπτά, όσα και το κομμάτι δηλαδή. Ο Hetfield άφαντος, ενώ ο Reed συνεχίζει ακάθεκτος το μονότονο παραλήρημα του.
Iced Honey στη συνέχεια. Παραδόξως συμπαθητικό. Μέχρι στιγμής είναι και το μόνο κομμάτι που δένουν λίγο οι φωνές των Reed και Hetfield.
Η συνέχεια του δίσκου περιλαμβάνει κομμάτια άνω των οκτώ λεπτών. Απο συζητήσεις που είχα πάντως, οι σκληροπυρηνικοί φαν των Metallica, κάπου σε αυτό το σημείο αρχίζουν τα ακούν τα κομμάτια με το ζόρι και τελείως μηχανικά.
Το Cheat On Me αρχίζει με τρίλεπτη βιολιστική εισαγωγή. Μετά μπαίνει ο Lou Reed με τη χαρακτηριστική και προβλέψιμη αφήγηση πλέον και ρωτάει συνεχώς τον εαυτό του “why I cheat on me?”. Μετά μπαίνει και ο Hetfield και αναρωτιέται το ίδιο πράγμα λίγο πιο φωναχτά. Έντεκα λεπτά κομμάτι και ούτε ένα solo από Kirk Hammet.
To Frustration αποτελεί τουλάχιστον ορχηστρικά το πιο Metallica κομμάτι του άλμπουμ. Προς το τέλος «φορτώνει» λίγο και σε προδιαθέτει για ένα γρήγορο solo, αλλά αυτό δεν έρχεται ποτέ. Επίσης, η απουσία του Hetfield και σε αυτό το κομμάτι είναι εμφανής. Τώρα αυτό αν είναι καλό ή κακό δεν ξέρω!
Το Little Dog πρόκειται για το πιο πρόχειρο και λιγότερο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου. Και αυτό δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνει κανείς, αφού για οκτώ λεπτά ακούς ποίηση αλά Lou Reed, ακουστική κιθάρα να γρατζουνάει και λίγα εφέ ηλεκτρικής καθώς και δίσκοι από ντραμς. Λίγο απ’ όλα. Απών ο Hetfield και σε αυτό.
To Dragon πάει να γίνει όπως το προηγούμενο κομμάτι αλλά μετά τα δυόμιση λεπτά το δυνατό μπάσιμο των οργάνων των Metallica το σώζουν. Ο Hetfield απουσιάζει.
Ο δίσκος τελειώνει με το πιο πειραματικό τραγούδι του που είναι και το μεγαλύτερο σε διάρκεια (σχεδόν είκοσι λεπτά), το “Junior Dad”. Ξεκινάει ήρεμα με ντραμς και καθαρό ήχο ηλεκτρικής κιθάρας συνοδεύοντας την «τρυφερή» φωνή του Reed στο συγκεκριμένο μόνο κομμάτι. Στη συνέχεια μπαίνει λίγο πιο δυνατά η ηλεκτρική κιθάρα και τα ντραμς με ένα συμπαθητικό riff το οποίο διαρκεί λίγο. Στη μέση περίπου του κομματιού επαναλαμβάνεται το ίδιο riff για ενα δίλεπτο περίπου και στη συνέχεια σειρά παίρνουν τα βιολιά όπου “γεμίζουν” με πένθιμους ήχους τα εναπομείναντα οκτώ λεπτά.

Συμπερασματικά, ακούγωντας το Lulu, σου μένει ένα 80% από Lou Reed, ένα 15% από τη μουσική των Metallica και ένα 5% από James Hetfield. Επομένως, θαρρώ πως το Lulu απευθύνεται περισσότερο στους fans του Lou Reed (όσους έχουν απομείνει, όπως ισχυρίζεται) και λιγότερο εώς και καθόλου στο κοινό των Μetallica. Προσωπικά ελπίζω οι πάμπολλες αρνητικές κριτικές που δέχτηκε το συγκρότημα, τόσο από τους fans, όσο και από τα ψηφιακά μέσα, να τους ταρακουνήσουν λιγάκι και να επανέλθουν με ένα ριζικά αλλαγμένο άλμπουμ με την υπογραφή τους.